trabajadora
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- trabajadora < θηλυκό του trabajador
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trabajadora | trabajadoras |
trabajadora (es)
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
trabajadora | trabajadoras |
trabajadora (es)