Μετάβαση στο περιεχόμενο

trachea

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
trachea tracheas / tracheae

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trachea (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • trachea στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια