tragedy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tragedy | tragedies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tragedy (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (θέατρο) η τραγωδία
- ↪ I don’t know whether what I saw was a tragedy or a comedy.
- Δεν ξέρω αν αυτό που είδα ήταν τραγωδία ή κωμωδία.
- ↪ I don’t know whether what I saw was a tragedy or a comedy.