tragedy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tragedy tragedies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tragedy (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • (θέατρο) η τραγωδία
    I don’t know whether what I saw was a tragedy or a comedy.
    Δεν ξέρω αν αυτό που είδα ήταν τραγωδία ή κωμωδία.