Μετάβαση στο περιεχόμενο

tragedy

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
tragedy tragedies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tragedy (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η τραγωδία, γεγονός εξαιρετικά δυσάρεστο
      The reporting that covered the funerals of the victims of the aviation tragedy bordered on sensationalism.
    Το ρεπορτάζ που κάλυψε της κηδείες των θυμάτων της αεροπορικής τραγωδίας, κινήθηκε στα όρια του κιτρινισμού.
  2. (θέατρο) η τραγωδία
      I don’t know whether what I saw was a tragedy or a comedy.
    Δεν ξέρω αν αυτό που είδα ήταν τραγωδία ή κωμωδία.