traitor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
traitor traitors

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

traitor (en)

  • ο προδότης, η προδότισσα
    Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
    Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.

Πηγές[επεξεργασία]