traitor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
traitor | traitors |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
traitor (en)
- ο προδότης, η προδότισσα
- ↪ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
- Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.
- ↪ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.