trankvilo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trankvilo < trankvil- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική trankvilo trankviloj
αιτιατική trankvilon trankvilojn

trankvilo (eo)

  1. η ηρεμία
    la trankvilo de la kamparo - η ηρεμία της εξοχής