trankvilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trankvilo | trankviloj |
αιτιατική | trankvilon | trankvilojn |
trankvilo (eo)
- η ηρεμία
- la trankvilo de la kamparo - η ηρεμία της εξοχής