tranquillisant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tranquillisant | tranquillisants |
θηλυκό | tranquillisante | tranquillisantes |
tranquillisant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tranquillisant | tranquillisants |
tranquillisant (fr) αρσενικό