transactionnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- transactionnel < transaction
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transactionnel | transactionnels |
θηλυκό | transactionnelle | transactionnelles |
transactionnel (fr)
- σχετικός με μια συναλλαγή