transduction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

transduction (en)

  1. μορφοτροπή, μορφομετατροπή
    • μεταφραστικός μετασχηματισμός σήματος-πληροφορίας (πχ. από φωτόνια στο μάτι σε αντιλήψιμους-κατάλληλους οπτικούς νευρικούς παλμούς[1])
  2. μεταγωγή, διαμεταγωγή
  3. ενσωμάτωση ιικού DNA (ή τμήματός του)

Συγγενικά[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
transduction transductions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

transduction (fr) θηλυκό

  1. μορφοτροπή

Συγγενικά[επεξεργασία]