translingual
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]translingual (en)
- (γλωσσολογία) διαγλωσσικός
- (για φράση) που περιέχει λέξεις από πολλές γλώσσες
- (γενικότερα) που αφορά ή σχετίζεται με πολλές γλώσσες
- (ιατρική) που υπάρχει ή συμβαίνει σε όλο το όργανο της γλώσσας