translingual

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

translingual < trans- + lingual < λατινική trans + lingua

Επίθετο[επεξεργασία]

translingual (en)

  1. (γλωσσολογία) διαγλωσσικός
  2. (για φράση) που περιέχει λέξεις από πολλές γλώσσες
     συνώνυμα: multilingual
  3. (γενικότερα) που αφορά ή σχετίζεται με πολλές γλώσσες
     συνώνυμα: multilingual
  4. (ιατρική) που υπάρχει ή συμβαίνει σε όλο το όργανο της γλώσσας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]