transpositeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transpositeur | transpositeurs |
θηλυκό | transpositrice | transpositrices |
Επίθετο[επεξεργασία]
transpositeur (fr)
- που επιτρέπει τη μεταφορά, την μετακίνηση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- instrument transpositeur: μουσικό όργανο που επιτρέπει την εύκολη μετακίνηση μιας μελωδίας σε άλλο τόνο