travaillisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
travaillisme travaillismes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

travaillisme (fr) αρσενικό

  1. (πολιτική) πολιτική και κοινωνική θεωρία σχετική με το εργατικό κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας
  2. (πολιτική) εργατισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη travail