tributary
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tributary | tributaries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tributary (en)
- (γεωγραφία) παραπόταμος
- υποτελής που πληρώνει φόρο σε χώρα ή εισβολείς
ενικός | πληθυντικός |
tributary | tributaries |
tributary (en)