tride
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tride | trides |
Επίθετο[επεξεργασία]
tride (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (ιππασία) (παρωχημένο) ζωηρός, απότομος, έντονος
ενικός | πληθυντικός |
tride | trides |
tride (fr) αρσενικό ή θηλυκό