tried and tested
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
tried and tested (en)
- (ιδιωματισμός, βρετανικά αγγλικά) δοκιμασμένος, που έχω χρησιμοποιήσει στο παρελθόν με επιτυχία
- ↪ a tried and tested method - δοκιμασμένη μέθοδος
- ≈ συνώνυμα: tried and true (αμερικανικά αγγλικά)