troia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
troia troie

troia (it)

  1. θηλυκοί χοίροι
  2. εύκολη γυναίκα, πόρνη