trompe
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| trompe | trompes |
trompe (fr) θηλυκό
- το βούκινο, η σάλπιγγα
- η προβοσκίδα
- (ανατομία) η σάλπιγγα
| ενικός | πληθυντικός |
| trompe | trompes |
trompe (fr) θηλυκό