trompe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trompe | trompes |
trompe (fr) θηλυκό
- το βούκινο, η σάλπιγγα
- η προβοσκίδα
- (ανατομία) η σάλπιγγα