Μετάβαση στο περιεχόμενο

trompette

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
trompette trompettes

trompette (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]