τρομπέτα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | τρομπέτα | τρομπέτες |
γενική | τρομπέτας | τρομπετών |
αιτιατική | τρομπέτα | τρομπέτες |
κλητική | τρομπέτα | τρομπέτες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρομπέτα < → Η ετυμολογία λείπει.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾɔ.ˈbɛ.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρομπέτα θηλυκό