trough

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trough (en)

  1. η σκάφη ταΐσματος, η ημικυλινδρική-αυλακωτή ταΐστρα, παχνί
  2. κανάλι άρδευσης
    • για ελάχιστο ταλάντωσης (αρνητική απομάκρυνση απ' το σημείο ισορροπίας)