σκάφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκάφη | οι | σκάφες |
γενική | της | σκάφης | — | |
αιτιατική | τη | σκάφη | τις | σκάφες |
κλητική | σκάφη | σκάφες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκάφη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκάφη θηλυκό
- μεγάλο ξύλινο ανοιχτό δοχείο που χρησιμοποιούνταν παλιότερα για το πλύσιμο των ρούχων
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη: λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους, χωρίς περιττές ευγένειες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σκάφη ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκάφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)