truie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁɥi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
truie truies

truie (fr) θηλυκό