Μετάβαση στο περιεχόμενο

trustworthiness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
trustworthiness < trustworthy + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trustworthiness (en) (μη μετρήσιμο)