tue-loup
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tue-loup | tue-loups |
tue-loup (fr) αρσενικό
- (φυτό) είδος δηλητηριώδους φυτού
ενικός | πληθυντικός |
tue-loup | tue-loups |
tue-loup (fr) αρσενικό