turgescence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- turgescence < λατινική turgescentia
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
turgescence | turgescences |
turgescence (fr) θηλυκό