twenties
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]twenties (en)
- (μόνο στον πληθυντικό) τα είκοσί του χρόνια, μεταξύ 20 και 29 ετών
- ↪ She married in her twenties.
- Παντρεύτηκε στα είκοσί της χρόνια.
- ↪ In his twenties he was a soldier.
- Στα είκοσί του πήγε φαντάρος.
- ↪ She married in her twenties.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]twenties (en)