twenty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]twenty (en)
- είκοσι
- ⮡ George opened the book to page twenty.
- Ο Γιώργος άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα είκοσι.
- ⮡ Twenty two times makes forty.
- Δύο φορές το είκοσι κάνει σαράντα.
- ⮡ He got twenty on the test.
- Πήρε είκοσι στο διαγώνισμα.
- ⮡ George opened the book to page twenty.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
twenty | twenties |
twenty (en)
- (μόνο πληθυντικός) στα/τα είκοσι, μεταξύ 20 και 29 ετών
- ⮡ In his twenties he was a soldier.
- Στα είκοσί του πήγε φαντάρος.
- ⮡ In his twenties he was a soldier.
- (μόνο πληθυντικός) η δεκαετία του είκοσι, για τη χρονολογία οποιουδήποτε αιώνα, τα χρόνια μεταξύ 20 και 29
- ⮡ the twenties - η δεκαετία του είκοσι
- (προφορικό) το εικοσάρικο, το χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων