Μετάβαση στο περιεχόμενο

twenty

Από Βικιλεξικό

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

twenty (en)

  • είκοσι
      George opened the book to page twenty.
    Ο Γιώργος άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα είκοσι.
      Twenty two times makes forty.
    Δύο φορές το είκοσι κάνει σαράντα.
      He got twenty on the test.
    Πήρε είκοσι στο διαγώνισμα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
twenty twenties

twenty (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) στα/τα είκοσι, μεταξύ 20 και 29 ετών
      In his twenties he was a soldier.
    Στα είκοσί του πήγε φαντάρος.
  2. (μόνο πληθυντικός) η δεκαετία του είκοσι, για τη χρονολογία οποιουδήποτε αιώνα, τα χρόνια μεταξύ 20 και 29
      the twenties - η δεκαετία του είκοσι
  3. (προφορικό) το εικοσάρικο, το χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων