twin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
twin | twins |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
twin (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
twin (en)
- δίδυμος
- ↪ twin sisters - δίδυμες αδελφές