ucho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ucho (pl) ουδέτερο
- το αφτί
- (μεταφορικά) κάθε χερούλι ημικυκλικού σχήματος (χερούλι τσάντας, χερούλι φλυτζανιού κλπ.)
- (μεταφορικά) το «μάτι» της βελόνας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ośle ucho: η τσακισμένη γωνία σε σελίδα βιβλίου (για επισήμανση)
- ściany mają uszy: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ucho (sk)
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ucho (cs) ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Μεταφορικοί όροι (πολωνικά)
- Σλοβακική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβακικά)
- Ανατομία (σλοβακικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (τσεχικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)
- Ανατομία (τσεχικά)