undoing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]undoing (en) (μόνο ενικός)
- ο λόγος για τον οποίο κάποιος αποτυγχάνει σε κάτι ή είναι ανεπιτυχής στη ζωή
- ⮡ Gambling will be his undoing.
- Ο τζόγος θα τον καταστρέψει.
- ⮡ Gambling will be his undoing.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]undoing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του undo