Μετάβαση στο περιεχόμενο

undoing

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

undoing (en) (μόνο ενικός)

  • ο λόγος για τον οποίο κάποιος αποτυγχάνει σε κάτι ή είναι ανεπιτυχής στη ζωή
      Gambling will be his undoing.
    Ο τζόγος θα τον καταστρέψει.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

undoing (en)