undoing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
undoing (en) (μόνο ενικός)
- ο λόγος για τον οποίο κάποιος αποτυγχάνει σε κάτι ή είναι ανεπιτυχής στη ζωή
- ↪ Gambling will be his undoing.
- Ο τζόγος θα τον καταστρέψει.
- ↪ Gambling will be his undoing.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
undoing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του undo