undo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʌnˈduː/ (βρετανικό) (αμερικανικό)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
undo undos

undo (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • undo στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας undo
γ΄ ενικό ενεστώτα undoes
αόριστος undid
παθητική μετοχή undone
ενεργητική μετοχή undoing

undo (en)

Πηγές[επεξεργασία]