untighten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | untighten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | untightens |
αόριστος | untightened |
παθητική μετοχή | untightened |
ενεργητική μετοχή | untightening |
Ρήμα[επεξεργασία]
untighten (en)
- ξεσφίγγω
- ↪ I untighten the belt - ξεσφίγγω τη ζώνη