unwrap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | unwrap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unwraps |
αόριστος | unwrapped |
παθητική μετοχή | unwrapped |
ενεργητική μετοχή | unwrapping |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
unwrap (en)
- ξετυλίγω
- ↪ I unwrap a paper roll, a gift 🎁
- Ξετυλίγω ένα ρολό χαρτί, ένα δώρο 🎁
- ↪ I unwrap a paper roll, a gift 🎁