Μετάβαση στο περιεχόμενο

upright

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός upright
συγκριτικός more upright
υπερθετικός most upright

upright (en)

  1. όρθιος, στητός, ευθυτενής, για έναν άνθρωπο που δεν είναι ξαπλωμένο και με την πλάτη ίσια και όχι λυγισμένη
      Try to maintain an upright posture while doing this exercise.
    Προσπάθησε να διατηρήσεις μια όρθια στάση ενώ κάνεις αυτή την άσκηση.
      We are standing upright.
    Στεκόμαστε όρθιοι/στητοί/ευθυτενείς.
     συνώνυμα: straight
  2. όρθιος, που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση
      Hold your cup upright.
    Κρατά όρθιο το φλιτζάνι σου.
      Can you stand the bottle upright?
    Μπορείς να στήσεις το μπουκάλι όρθιο;
     συνώνυμα: straight
  3. χρηστός, έντιμος, που συμπεριφέρεται με ηθικό και έντιμο τρόπο
      The school molds upright citizens.
    Το σχολείο διαμορφώνει χρηστούς πολίτες.
      an upright judge - έντιμος δικαστής
     συνώνυμα: upstanding,  και δείτε τη λέξη respectable

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός upright
συγκριτικός more upright
υπερθετικός most upright

upright (en)

  • όρθια
      She sat upright in bed.
    Κάθισε όρθια στο κρεβάτι.