urgence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- urgence < urgent
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
urgence | urgences |
urgence (fr)θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (πολιτική) état d'urgence: κατάσταση έκτακτης ανάγκης