use to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]use to (en)
- άλλη μορφή του used to, χρησιμοποιείται μόνο σε προτάσεις με did (ως auxiliary verb)
use to (en)