utterly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
utterly (en) (χωρίς παραθετικά)
- απόλυτα
- ↪ I am utterly wrong.
- Έχω απόλυτα άδικο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I am utterly wrong.