uçmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

uçmak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική اوچمق (πετάω, εξαερώνομαι) < πρωτοτουρκική *uč-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ut͡ʃˈmɑk/

Ρήμα[επεξεργασία]

uçmak (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • uçmak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • uçmak -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr