vaco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vaco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ewə- (άδειος)

Ρήμα[επεξεργασία]

vaco

  1. είμαι κενός, άδειος
  2. κάθομαι άπραγος
  3. έχω ελεύθερο χρόνο
  4. αδειάζω, ευκαιρώ

Κλίση[επεξεργασία]