Μετάβαση στο περιεχόμενο

valve

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
valve valves

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

valve (en)

  1. η βαλβίδα, η βάνα, η δικλίδα
      a suction/drain valve - βαλβίδα αναρρόφησης/διαρροής
      The motorcycle engine has two valves in each cylinder.
    Ο κινητήρας της μοτοσικλέτας έχει δύο βαλβίδες στον κάθε κύλινδρο.
      Tighten/open the valve a little.
    Σφίξε/άνοιξε λίγο τη βάνα.
      It’s impossible for this safety valve to rust.
    Είναι αδύνατο να σκουριάσει αυτή η ασφαλιστική δικλίδα.
  2. (ανατομία) η βαλβίδα
      a heart/venous valve - καρδιακή/φλεβική βαλβίδα
      implanting an artificial heart valve - τοποθέτηση τεχνητής καρδιακής βαλβίδας
  3. (ηλεκτρονική) (ΗΒ) η λυχνία κενού
     συνώνυμα: (ΗΠΑ) tube
     δείτε τον όρο vacuum tube



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
valve valves

valve (fr) θηλυκό