vasculaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vasculaire vasculaires

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vasculaire < λατινική vasculum + -aire

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vas.ky.lɛʁ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

vasculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό