vascularisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vas.ky.la.ʁi.ze/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vascularisé | vascularisés |
θηλυκό | vascularisée | vascularisées |
vascularisé (fr)