Μετάβαση στο περιεχόμενο

ventilator

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
ventilator ventilators

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ventilator < ventilate + -or

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ventilator (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • ventilator στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια