verga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
verga | verge |
verga (it)
- η βέργα
ενικός | πληθυντικός |
verga | verge |
verga (it)