vertébré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vɛʁ.te.bʁe/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vertébré | vertébrés |
θηλυκό | vertébrée | vertébrées |
vertébré (fr)