Μετάβαση στο περιεχόμενο

veuve

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
veuve < θηλυκό του veuf

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
veuve veuves

veuve (fr) θηλυκό