veuf

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
veuf < λατινική vidua (χήρα) < viduus (κενός)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
veuf veufs

veuf (fr) αρσενικό (θηλυκό veuve)