veuf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
veuf | veufs |
veuf (fr) αρσενικό (θηλυκό veuve)
- o χήρος
ενικός | πληθυντικός |
veuf | veufs |
veuf (fr) αρσενικό (θηλυκό veuve)