veuf
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
veuf | veufs |
veuf (fr) αρσενικό (θηλυκό veuve)
- o χήρος
ενικός | πληθυντικός |
veuf | veufs |
veuf (fr) αρσενικό (θηλυκό veuve)