Μετάβαση στο περιεχόμενο

vignette

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vignette <  δείτε τις λέξεις vigne και -ette

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vi.ɲɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vignette vignettes

vignette (fr) θηλυκό

  1. κάθε ένα από τα σχέδια των κόμικς
     δείτε τη λέξη  bande dessinée
  2. το ένσημο