villager
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
villager | villagers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
villager (en)
- ο χωριάτης, η χωριάτισσα, ο χωρικός η χωρική, που κατοικεί σε χωριό
- ↪ The villagers kept the cured pork in clay pots.
- Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία.
- ↪ The villagers kept the cured pork in clay pots.