Μετάβαση στο περιεχόμενο

violette

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
violette violettes

violette (fr) θηλυκό