violin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
violin | violins |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
violin (en)
- (μουσικό όργανο) το βιολί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
violin (da)
- (μουσικό όργανο) το βιολί
Μαλαϊκά (ms)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
violin (ms)
- το βιολί